- καλαμάγρωστις
- (Calamagrostis). Γένος ποωδών πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων περιοχών. Στην Ελλάδα τα πιο συνηθισμένα είδη είναι η κ. η επίγειος, γνωστότερη με την κοινή ονομασία αγριοκάλαμο, που φυτρώνει σε ορεινά δάση, η κ. η ορεινή και η κ. η ποικίλη. Το χόρτο των περισσότερων ειδών, εκτός της κ. της καναδικής, είναι σκληρό και επομένως ακατάλληλο για ζωωτροφή.
* * *η (Α καλαμάγρωστις, -εως)γένος ποωδών φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + ἄγρωστις].
Dictionary of Greek. 2013.